- νιγροζίνες
- ηχημ. οργανικές ενώσεις, χρώματα τής ομάδας τών αζινών που λαμβάνονται με οξείδωση τής ανιλίνης από το νιτροβενζόλιο με παρουσία σιδήρου και υδροχλωρικού οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nigrosine < λατ. επίθ. niger, nigri «μαύρος» + κατάλ. -ose + -ine της χημικής ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.